
Ο τελευταίος νόμος (3549/20-3-07) που αναβαθμίζει τα ΤΕΙ, μετρά ήδη ζωή ενός χρόνου. Λέμε ο τελευταίος, γιατί τα ΤΕΙ έχουν την τύχη να αναβαθμίζονται συχνά – πυκνά, εδώ και 25 χρόνια (από την ίδρυσή τους), για να μην πάμε μακρύτερα, στην ιστορία της πολύπαθης τεχνολογικής μας εκπαίδευσης (από την εποχή του Μικρού Πολυτεχνείου και των ΚΑΤΕ, ΚΑΤΕΕ). Η τελευταία λοιπόν αναβάθμισή τους, που τα ανωτατοποιεί για δεύτερη φορά, έγινε τον Μάρτιο του 2007 και απ' ότι φαίνεται δεν θα είναι η έσχατη.
Ο νόμος αυτός μεταξύ όλων των άλλων ορίζει την δομή της ανώτατης εκπαίδευσης στην χώρα μας και αναφέρει επί λέξη τα εξής:
• «Η Ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα παρέχεται από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.)»
• «Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.), κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 5 του Συντάγματος, είναι τα ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία αποτελείται από δύο παράλληλους τομείς: αα) τον πανεπιστημιακό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Πανεπιστήμια, τα Πολυτεχνεία και την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ββ) τον τεχνολογικό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Τ.Ε.Ι.) και την Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης.»
Παρ’ όλη λοιπόν την σαφέστατη διατύπωση του νόμου που λέει ότι τα ΤΕΙ συναποτελούν –μαζί με τα πανεπιστήμια, τα πολυτεχνεία και την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών- τα ΑΕΙ της χώρας, ένα και πλέον χρόνο μετά, η χρήση των όρων ΑΕΙ και ΤΕΙ εξακολουθεί να είναι παραπλανητική από πολλούς δημοσιογράφους στα ΜΜΕ (τηλεοπτικά κανάλια, ραδιόφωνα και εφημερίδες), από βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου, αλλά ακόμα και από φορείς της ίδιας την οικογένειά μας.
Και θα μπορούσε να κατανοήσει κανείς την έλλειψη ενημέρωσης στον απλό κόσμο ή ακόμα και την δύναμη της συνήθειας που εξακολουθεί, παρά τον νόμο 3549/20-3-07, να διαφοροποιεί τα Ανώτατα Ιδρύματα σε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Αυτή η κατανόηση όμως, για την κακή χρήση των όρων, δεν μπορεί να δικαιολογεί κανέναν που όφειλε να γνωρίζει και κάνει πως ξεχνάει. Δεν μπορεί ας πούμε οι δημοσιογράφοι του εκπαιδευτικού ρεπορτάζ σε έγκριτες εφημερίδες και μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια να μην γνωρίζουν τον νόμο. Δεν μπορεί κομματικά έντυπα (βλέπε Αυγή, Ριζοσπάστης) να μην γνωρίζουν. Δεν μπορεί βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου να μην γνωρίζουν. Δεν μπορεί τα κόμματα της βουλής να μην γνωρίζουν. Δεν μπορεί οι φοιτητικές παρατάξεις στα ίδια τα ΤΕΙ και στα πανεπιστήμια να μην γνωρίζουν. Δεν μπορεί τέλος μέλη του Εκπαιδευτικού Προσωπικού των ΤΕΙ να μην γνωρίζουν. Ή περισσή ελαφρότητα και ανοησία διακατέχει όλους αυτούς, ή πονηρή προαίρεση.
Μήπως η ΟΣΕΠ – ΤΕΙ θα έπρεπε να αναλάβει μία πρωτοβουλία και να στείλει στα ΜΜΕ της χώρας ένα κείμενο με τις ανωτέρω παρατηρήσεις – διευκρινήσεις; Μήπως θα έπρεπε να το στείλει επίσης σ’ όλους τους βουλευτές του κοινοβουλίου; Μήπως θα έπρεπε να κάνει παραστάσεις στα κόμματα;
Επειδή στα ΤΕΙ τίποτα δεν χαρίστηκε και από κανέναν. Επειδή ότι βήματα κάνουν τα κάνουν με τους αγώνες των αποφοίτων τους, των φοιτητών και των καθηγητών τους (όχι βέβαια όλων), έχοντας πάντα δύσκολο γήπεδο και αντιπάλους ισχυρές συντεχνίες και λόμπυ της ελληνικής κοινωνίας, γι’ αυτό και οι επισημάνσεις σ’ ότι αφορά την χρήση των όρων ΑΕΙ και ΤΕΙ. Επειδή και η σημειολογία στην συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας έχει την βαρύτητά της. Επειδή τίποτα δεν είναι τόσο αθώο στον δημόσιο βίο της χώρας μας, ούτε βέβαια και μείς.
Ο νόμος αυτός μεταξύ όλων των άλλων ορίζει την δομή της ανώτατης εκπαίδευσης στην χώρα μας και αναφέρει επί λέξη τα εξής:
• «Η Ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα παρέχεται από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.)»
• «Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.), κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 5 του Συντάγματος, είναι τα ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία αποτελείται από δύο παράλληλους τομείς: αα) τον πανεπιστημιακό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Πανεπιστήμια, τα Πολυτεχνεία και την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ββ) τον τεχνολογικό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Τ.Ε.Ι.) και την Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης.»
Παρ’ όλη λοιπόν την σαφέστατη διατύπωση του νόμου που λέει ότι τα ΤΕΙ συναποτελούν –μαζί με τα πανεπιστήμια, τα πολυτεχνεία και την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών- τα ΑΕΙ της χώρας, ένα και πλέον χρόνο μετά, η χρήση των όρων ΑΕΙ και ΤΕΙ εξακολουθεί να είναι παραπλανητική από πολλούς δημοσιογράφους στα ΜΜΕ (τηλεοπτικά κανάλια, ραδιόφωνα και εφημερίδες), από βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου, αλλά ακόμα και από φορείς της ίδιας την οικογένειά μας.
Και θα μπορούσε να κατανοήσει κανείς την έλλειψη ενημέρωσης στον απλό κόσμο ή ακόμα και την δύναμη της συνήθειας που εξακολουθεί, παρά τον νόμο 3549/20-3-07, να διαφοροποιεί τα Ανώτατα Ιδρύματα σε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Αυτή η κατανόηση όμως, για την κακή χρήση των όρων, δεν μπορεί να δικαιολογεί κανέναν που όφειλε να γνωρίζει και κάνει πως ξεχνάει. Δεν μπορεί ας πούμε οι δημοσιογράφοι του εκπαιδευτικού ρεπορτάζ σε έγκριτες εφημερίδες και μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια να μην γνωρίζουν τον νόμο. Δεν μπορεί κομματικά έντυπα (βλέπε Αυγή, Ριζοσπάστης) να μην γνωρίζουν. Δεν μπορεί βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου να μην γνωρίζουν. Δεν μπορεί τα κόμματα της βουλής να μην γνωρίζουν. Δεν μπορεί οι φοιτητικές παρατάξεις στα ίδια τα ΤΕΙ και στα πανεπιστήμια να μην γνωρίζουν. Δεν μπορεί τέλος μέλη του Εκπαιδευτικού Προσωπικού των ΤΕΙ να μην γνωρίζουν. Ή περισσή ελαφρότητα και ανοησία διακατέχει όλους αυτούς, ή πονηρή προαίρεση.
Μήπως η ΟΣΕΠ – ΤΕΙ θα έπρεπε να αναλάβει μία πρωτοβουλία και να στείλει στα ΜΜΕ της χώρας ένα κείμενο με τις ανωτέρω παρατηρήσεις – διευκρινήσεις; Μήπως θα έπρεπε να το στείλει επίσης σ’ όλους τους βουλευτές του κοινοβουλίου; Μήπως θα έπρεπε να κάνει παραστάσεις στα κόμματα;
Επειδή στα ΤΕΙ τίποτα δεν χαρίστηκε και από κανέναν. Επειδή ότι βήματα κάνουν τα κάνουν με τους αγώνες των αποφοίτων τους, των φοιτητών και των καθηγητών τους (όχι βέβαια όλων), έχοντας πάντα δύσκολο γήπεδο και αντιπάλους ισχυρές συντεχνίες και λόμπυ της ελληνικής κοινωνίας, γι’ αυτό και οι επισημάνσεις σ’ ότι αφορά την χρήση των όρων ΑΕΙ και ΤΕΙ. Επειδή και η σημειολογία στην συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας έχει την βαρύτητά της. Επειδή τίποτα δεν είναι τόσο αθώο στον δημόσιο βίο της χώρας μας, ούτε βέβαια και μείς.